Με κοιτάς με τα ολοστρόγγυλα μάτια σου με τσαχπινιά.
Μου μιλάς με τα χαρούμενα χείλη σου με πάθος.
Με ακουμπάς και με πιέζεις.
Συνέχεια με ακουμπάς.
Άσε με.
Αλλιώς να ήσουν εδώ.
Με κοιτάς με τα ολοστρόγγυλα μάτια σου με τσαχπινιά.
Μου μιλάς με τα χαρούμενα χείλη σου με πάθος.
Με ακουμπάς και με πιέζεις.
Συνέχεια με ακουμπάς.
Άσε με.
Αλλιώς να ήσουν εδώ.
κι ο μόνος λόγος γκαύλα που με στεναχώρησες είναι γιατί στα μάτια μου δεν βρήκες αυτό που ήθελες
το πρόβλημα ήταν πάντοτε στην επικοινωνία, άκου
Το βλέμμα σου
Τα μάτια σου
Το όλο υπόσχεση χαμόγελό σου
Τα μπουκλάκια σου
Ο χορός σου
Ο αυθορμητισμός σου
Η οπτική σου για τις διαπροσωπικές σχέσεις
Το τακτ σου
Η θλίψη σου
Η ενσυναίσθησή σου
Το στυλ σου
Το χαμόγελό σου ξανά
Το γέλιο σου
Οι όλο σιγουριά δηλώσεις σου
Το φιλί που μου δίνεις στο μέτωπο
Ο διεκδικητικός ερωτισμός σου-γκαύλα!
Η αγάπη σου για τα ταξίδια
Η αγάπη σου για τη μουσική
Η αγάπη σου για την φύση
Η αγάπη σου για τα ναρκωτικά
Η αγάπη σου για .....;
Μπήκε στο παγωμένο αμάξι και προσπάθησε να νιώσει το ζεσταμένο της είναι από δυστυχία βάζοντάς το μπρος. Η αυγή της έδινε πάντα μια αίσθηση χαρμολύπης. Καθώς ξεπάρκαρε έσβησαν τα φώτα του δήμου μετατρέποντας την αίσθηση σε συναίσθημα θλίψης. Δεν ήταν θλίψη κακιά όμως. Ήταν θλίψη που την αγκάλιαζε μεσόκοπα μεν, με ανυπομονησία να νιώσει κάτι έντονο δε.
Άνοιξε η μουσική που είχε από χθες στα τέρματα οδηγώντας στο μποτιλιάρισμα, δεν ασχολήθηκε να την χαμηλώσει και προχώρησε στον βρεγμένο δρόμο. Σκέφτηκε να περάσει πάλι από τον φούρνο που δουλεύει η κοπέλα με το πιο ωραίο χαμόγελο που έχει δει. Την σκέφτηκε λίγο και της έφτιαξε την διάθεση. Στην κίνηση με κόρνες, κάμερες και μπάτσοι στην γωνιά, σταμάτησε μετά την τρεχάλα στην εθνική έξω από τον φούρνο, τίναξε από πάνω της την σκόνη και αμίλητη προχώρησε στο αγιάζι.
Ο φούρνος απέραντος, μεγάλος και ζεστά στολισμένος για τις γιορτές της άρεσε πολύ, το μόνο που της χαλούσε την αισθητική ήταν οι υπόλοιποι σαν την ίδια που περίμεναν ανυπόμονα να εξυπηρετηθούν. Την είδε! Ήταν στο πόστο με τις τυρόπιτες σήμερα ενώ η ίδια περίμενε να πάρει καφέ, γκαντεμιά. Ας είναι, σκέφτηκε. Πόσα λεφτά είχε δώσει για την γλυκιά της καλημέρα και το λαμπερό της πρόσωπο, λίγα ακόμα χαλάλι.
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΡΑΓΜΑ που παίρνει μαζί του πεθαίνοντας ο άνθρωπος είναι το μικρό εκείνο μέρος της περιουσίας του που ίσα ίσα δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο. Κάτι λίγες αισθήσεις ή στιγμές· δυό τρεις νότες κυμάτων, την ώρα που το μαλλί το παίρνει ο αέρας με τα γλυκά ψιθυρίσματα μες στο σκοτάδι, ολίγες μέντες από δυό κοντά κοντά βαλμένες ανάσες, ένα τραγούδι βαρύθυμο, σαν βράχος μαύρος, και το δάκρυ, το δάκρυ της μιας φοράς, το για πάντοτε. Όλα όσα, μ’ άλλα λόγια, κάνουν την αληθινή του φωτογραφία, την καταδικασμένη να χαθεί και να μην επαναληφθεί ποτέ.
Τις νύχτες κάτω από τ'άστρα που σπινθήριζαν
μέσα στην ρόδινη σιωπή του γαλαξία
θυμόντουσαν το σπίτι που γεννήθηκαν
και μια σκυφτή στην κάμαρα οπτασία
την μοίρα τους, που τους κοίταζε, σαν ξένους
Στυφή αρμύρα πάει να πιει και πίκρα των κυμάτων
και κουβαλάει στη ράχη του, στιγμές μικρών θανάτων
Να φοβάσαι τους ζωντανούς γύρω σου που δεν ζούνε.
Να μην φοβάσαι το ρίσκο.
Να φοβάσαι ότι θα έρθουν στιγμές που θα τις μετανιώνεις για πάντα.
Να μη φοβάσαι εσένα.
Να φοβάσαι όλα όσα δεν προσπάθησες να γίνεις.
Είναι που λείπεις εσύ, το χαμόγελο σου
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ' αυτόν τον νικημένο πάντα ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μου 'μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ' αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ' άλλα να 'ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
Πηγή: Τό λίγο τοῦ κόσμου, 1971
site: ennepe-moussa.gr
Παραδοσιακά λοιπόν η άνω πόλη θα έχει αντί για πλακόστρωτο, το δικό της παγοδρόμιο!
Αχ, πώς μ'αρέσει η παράδοση,πώς.
Θυμάμαι εκέινο το απόγευμα τρία χρόνια πριν,μιά παρέα μας κάλεσε κάστρα για τσουλήθρα αλλά εμείς είπαμε όχι. Όχι κύριοι, εννοείται έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε. Είχαμε να σουρώσουμε και κατρακυλούμε σαν αποξηραμένα κουράδια τ'αυγούστου σε ελεύθερο από τον έναν εγκαταλελλειμένο τοίχο στον άλλο, θυμάμαι. Θυμάμαι, δεν θυμάμαι.
Παραδοσιακά θα ξυπνήσω στην δροσερή πόλη, παραδοσιακά θα κατρακυλήσω μην ξαναπώ σαν τί, παραδοσιακά θα δουλέψω στους μείον 45;
Φοβερό ζήτημα η παράδοση. Δίχως αυτήν δεν ξέρουμε ποιες είμαστε.
Ναι κύριοι της τσουλήθρας στα κάστρα, είμαι αυτό το κουράδι,αυτό είναι το ποιόν μου, το παρελθόν μου με ορίζει, το παρόν μου με ζορίζει και όλα τα σκατά οι φίλοι μου επιπλέουν γύρω μου και περιμένουν να τσουγκρήσουμε, σαν εκείνο το σουρωμένο βράδυ που πέφταμε η μιά πάνω στην άλλη, όχι γιατί ήπιαμε, αλλά γιατί είχε πάγο στο δρόμο.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΟΥ ΟΡΙΖΕΙ:αυτό το βράδυ ανακαλύφθηκε η συνταγή για το χωριάτικο λουκάνικο σβησμένο με κονιάκ και καραμελωμένο με μαύρη ζάχαρη. Και η σαλάτα με την σπιτική λεμονάδα για ντρεσιν.
μαρέσει η γειτονιά μου στο κέντρο.ανελέητα αργό σχόλασμα από την δουλειά, βλέπεις τον ίδιο αδιάφορο τοίχο κάθε φορά που γυρνάς ή πας στο κολαστήριο,αλλά σήμερα ήταν πολύ διαφορετικά.βάφτηκαν οι τοίχοι με σπρειτ, όπως πρέπει να βάφονται αυτοί οι αδιάφοροι τοίχοι. Δύο αλληλεγγύη στην κατάληψη τέρα ήταν αρκετά για να φτάσω στην δουλειά δίχως τα αισθήματα της ρουτίνας, της κούρασης και της αταξικότητας που διακατέχουν, τις μέρες μου που κυλάν.νταξει, όχι, χαχα, 3 ώρες δουλειάς με συναίτισαν στο τσακ μπαμ.
8(;) ώρες στη δουλειά, κι άλλες 8 στο πάρκο,καμία καταστολή από κανένα μπάτσο