Με μπουκωμένη μύτη και δακρυσμένα μάτια. Με επικριτική διάθεση για τις επιλογές των καλλιτεχνών που διακόσμησαν τους τοίχους. Με σιγουριά και αυταρέσκεια για τις δικές της επιλογές που διακοσμούν την ψυχοσύνθεσή της. Αφού περπάτησε, έκατσε στο αγαπημένο της παγκάκι, μάλωσε τους μπαρίνγκες κάγκουρες που μαρσάρανε στην πλατεία ανούσια, όπως οι 60χρονες θειές και άναψε τσιγάρο.
Παρέλασαν όλα τα σκυλιά με τους ιδιοκτήτες τους και πήγε σπίτι τρέμοντας από τον πυρετό.
Με στολισμένα μάτια από την γκαύλα. Με την νιότη να κρέμεται από το κορμί της και να ανεμίζει αγέρωχα προς τα πάντα. Με την αίσθηση του ανίκητου, αγκάλιασε δυο-τρεις φίλες και διέσχισε το λάιβ μέχρι την άλλη μεριά. Οικειοποιήθηκε τον χώρο χαιρετώντας κόσμο και πίνοντας. Έστριψε δανεικό τσιγάρο και ξεκίνησε την βραδιά της.
Προσπέρασε τους πάντες και τα πάντα, έφυγε πολύ μπροστά-άλλωστε είναι γεννημένη για μεγάλα πράγματα. Πήρε αυτό που ήθελε και συνέχισε την ζωή της.